χορτοκόπος

χορτοκόπος
ο / χορτοκόπος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που κόβει χόρτο, ιδίως για ζωοτροφή
νεοελλ.
εργαλείο για την κοπή χόρτου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκόπον
χορτοκόπιον*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • χορτοκοπία — ἡ, ΜΑ [χορτοκόπος] είδος ποώδους φυτού …   Dictionary of Greek

  • χορτοκοπείον — τὸ, Α [χορτοκόπος] τόπος όπου κόβεται το χόρτο για την παρασκευή άχυρου …   Dictionary of Greek

  • χορτοκοπικός — ή, όν, Α [χορτοκόπος] 1. κατάλληλος για την κοπή χόρτου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκοπικόν εργαλείο με το οποίο κόβονται τα χόρτα …   Dictionary of Greek

  • χορτοκόπιον — τὸ, Α [χορτοκόπος] 1. χορτοκοπεῑον* 2. εργαλείο για την κοπή χόρτου, χορτοκοπικόν* …   Dictionary of Greek

  • χορτοκόπον — τὸ, Α βλ. χορτοκόπος …   Dictionary of Greek

  • χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”