-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
χορτοκοπία — ἡ, ΜΑ [χορτοκόπος] είδος ποώδους φυτού … Dictionary of Greek
χορτοκοπείον — τὸ, Α [χορτοκόπος] τόπος όπου κόβεται το χόρτο για την παρασκευή άχυρου … Dictionary of Greek
χορτοκοπικός — ή, όν, Α [χορτοκόπος] 1. κατάλληλος για την κοπή χόρτου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χορτοκοπικόν εργαλείο με το οποίο κόβονται τα χόρτα … Dictionary of Greek
χορτοκόπιον — τὸ, Α [χορτοκόπος] 1. χορτοκοπεῑον* 2. εργαλείο για την κοπή χόρτου, χορτοκοπικόν* … Dictionary of Greek
χορτοκόπον — τὸ, Α βλ. χορτοκόπος … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek